-
1 στόμα
Aστομάτοιο Hymn.Mag.2(2).10
,28:— mouth, Il.14.467, etc.;σύν τε στόμ' ἐρεῖσαι Od.11.426
; ἱμείρων γλυκεροῦ ς. Sol.25; of animals, Hes.Sc. 146, 389, S.Ph. 1156 (lyr.), etc.:—pl. is sts. used for sg., ἀμφιπίπτων στόμασιν, of kissing, Id.Tr. 938, cf. E.Alc. 403 (lyr.), and freq. in later Poets, A.R. 4.1607, Nic.Al. 210, 240, etc.: metaph., πτολέμοιο, ὑσμίνης στόμα, the very jaws of the battle, as of a devouring monster, Il.10.8, 20.359 (but cf. infr. 111.1).2 esp. the mouth as the organ of speech,δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ' 2.489
, cf. Thgn.18;βραχύ μοι σ. πάντ' ἀνᾱγήσασθαι Pi.N.10.19
; freq. in Trag., σ. τὸ Δῖον the mouth of Zeus, A.Pr. 1032; τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς ς. Id.Fr.350.5, cf. S.OC 603;τοῦ στόματος τὸ στρογγύλον Ar.Fr. 471
; Μοισᾶν καπυρὸν ς. their mouthpiece, organ, Theoc.7.37, cf. Mosch.3.72; Πιερίδων τὸ σοφὸν ς., of Homer, AP7.4 (Paul. Sil.), cf. 7.6 (Antip. Sid.), 7.75 (Antip.), 9.184;τὸ μισόχρηστον σ. τῆς κωμῳδίας Phld. Piet.p.93G.
; speech, utterance, S.OT 426, 706, OC 132 (lyr.), etc.; εἰς τόδ' ἐξελθόντος ἀνόσιον ς. ib. 981; κἂν καλὸν φορῇ ς. Id.Fr. 930;τὸ σὸν.. σ. ἐλεινόν Id.OT 671
;διδόναι σ. καὶ σοφίαν Ev.Luc.21.15
: in pl. of a single speaker, S.OT 1220 (lyr.):—special phrases: οἴγειν ς. A. Pr. 611; τοὐμὸν οὐ λύω ς. E.Hipp. 1060, cf. Isoc.12.96; διᾶραι τὸ ς. D. 19.112; κοίμησον ς. keep silence, A.Ag. 1247; δάκνειν ς., i.e. to keep a stern silence (cf. ὀδάξ), Id.Fr. 397;ἴσχε δακὼν σ. σόν S.Tr. 977
(anap.); ὀδόντι πρῖε τὸ ς. Id.Fr. 897; so κλῄσας ς. E.Ph. 865; οὐκ ἐφέξετε ς.; Id.Hec. 1283; σῖγ' ἕξομεν ς. Id.Hipp. 660; εὖ ἔχειν σ.,= εὐφημεῖν, Eup. 381; συγκλῄειν ς. Ar.Th.40(anap.):—of style, τὸ Λυσιακὸν ς. D.H.Lys. 12.3 with Preps.,a ἀνὰ στόμα ἔχειν have always in one's mouth, whether for good or ill, E.El.80;ἀνὰ σ. καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν Id.Andr.95
.b ἀπὸ στόματος εἰπεῖν speak from memory (cf. ἀπὸ γλώσσης), Pl.Tht. 142d, X.Mem.3.6.9, Philem.48, Plu.Sol.8, etc.cδιὰ στόμα λέγειν A.Th. 579
, cf. E.Or. 103 (soκατὰ τὸ σ. ᾄδειν Ar.Nu. 158
);διὰ στόμα ἔχειν Id.Lys. 855
;οἶκτος οὔτις ἦν διὰ στόμα A.Th.51
; πᾶσι διὰ στόματος 'tis the common talk, Theoc.12.21.dἐν στόμασι εἶχον Hdt.3.157
, 6.136;πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν Thgn.240
;ἐν τῷ σ. λέγειν Ar.Ach. 198
.e ἐξ ἑνὸς σ. with one voice, Id.Eq. 670. Pl.R. 364a, PGiss.36.13 (ii B.C.), Gal.15.763; so ὡς ἀφ' ἑνὸς ς. AP11.159 (Lucill.).f ἐπὶ στόμα on one's face, face-foremost, ἐξεκυλίσθη πρηνὴς.. ἐπὶ ς. Il.6.43, cf. 16.410;ὡς κύων ἐπὶ σ. κείμενος Archil.Supp.2.9
; ὗς ἔκειτ' ἐπὶ ς. Men.21; ἐπὶ σ. κεῖται lies prone, of the right ventricle, Hp.Cord.4; ἐπὶ ς.,= pronus, Gloss.;ἐπὶ σ. πεσόντα Plu.Art.29
;ἐπὶ σ. φερόμενον ἐν πᾶσι Timae.
ap.Plb.12.8.4; also ὅ τι νῦν ἦλθ' ἐπὶ ς. whatever came uppermost, A.Fr. 351; ἐπὶ στόματος Φαραώ by the command of P., LXX 4 Ki.23.35.g κατὰ στόμα face to face, Hdt.8.11, E.Heracl. 801, Rh. 409, X.An.5.2.26; οἱ κατὰ σ. θεοί (cf. ἀντήλιοι) E.Fr.781.33; κατὰ σ. τινός confronted with him, Pl.Lg. 855d;στόμα κατὰ στόμα λαλήσω αὐτῷ LXXNu.12.8
;στόμα πρὸς στόμα 2 Ep.Jo.12
, 3 Ep.Jo.14, PMag.Berol.1.39.II mouth of a river, Il.12.24, Od.5.441, A.Pr. 847, Hdt.2.17, etc.; so ἠϊόνος σ. μακρόν the wide mouth of the bay, Il.14.36, cf. Od.10.90;σ. τοῦ Πόντου Th.4.75
; κόλπου ib.49;τὸ σ. τῆς ἐσβολῆς Ar.Ec. 1107
; τὸ ἄνω σ. [τῆς διώρυχος] the width of the trench at top, Hdt.7.23 (but τὰ σ. τ. δ. mouths, ib.37).2 any outlet or entrance,ἀργαλέον σ. λαύρης Od.22.137
;σ. τῆς ἀγυιᾶς X.Cyr.2.4.4
;σ. φρέατος Id.An.4.5.25
; , cf. AP6.251 (Phil.); χθόνιον Ἄιδα ς. Pi.P.4.44; τὰ τῶν διεξόδων ς. Pl.Phdr. 251d; ἑπτάπυλον ς. the seven gates of Thebes, S.Ant. 119 (lyr.): Medic., τῶν μητρέων, τῶν ὑστερέων,= os uteri (not distinguished from the cervix), Hp.Mul.1.36, Aph.5.46;τῆς κοιλίας Arist.APo. 94b15
, Sor.1.50;γαστρός Nic.Al.20
, Gal.5.274; [ ἕλκους] Arist.Pr. 863a11.III foremost part, face, front:1 of weapons, point,κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ Il.15.389
; [ὁ κριὸς] ἔχει σ. σιδηροῦν Ath.
Mech.24.2;τὸ σ. τῆς αἰχμῆς Philostr.Her.19.4
; edge of a sword,μαχαίρας Ascl.Tact.3.5
, Ev.Luc.21.24, etc.: metaph., ἐθηλύνθην ς. S.Aj. 651.b the front ranks of the battle, the front, ἀπὸ στόματος (opp. ἀπὸ τῆς οὐρᾶς) X.An.3.4.42, cf. HG4.3.4;τὸ σ. τοῦ πλαισίου Id.An.3.4.43
, cf. 5.4.22, Plb.10.12.7 (so perh. σ. πολέμοιο, ὑσμίνης in Hom., v. supr.1.1).cτὸ τῶν λοχαγῶν τάγμα σ. καλεῖται Ascl.Tact.2.5
. -
2 οὐρά
οὐρά, ἡ (verwandt mit ὄῤῥος), der Schwanz, Schweif; vom Löwen, οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωϑεν μαστίεται, Il. 20, 170; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες, Od. 10, 215, vgl. 17, 302; Eur. Rhes. 784; Soph. frg. 619 (der es nach Phot. auch für αἰδοῖον braucht); Her. 2, 47. 3, 113; Xen., Arist. u. Folgde. – Uebertr. a) das Hintertheil des Schiffes, wie πρύμνη. Und bes. – b) vom Heere, der Nachtrab, die Nachhut, Xen. An. 3, 4, 42 u. öfter; καλεῖ Ξενοφῶντα ἀπὸ τῆς οὐρᾶς, 3, 4, 38; προαγαγόντες καὶ τὴν οὐρὰν αὖϑις ποιησάμενοι κατὰ τοὺς πρώτους τῶν ἀτάφων, ἔϑαπτον, 6, 3, 6, nachdem sie mit dem Nachtrab bis zu den ersten Todten vorgerückt waren u. ihn dort hatten halten lassen; Pol. κατ' οὐρὰν προςπίπτοντες, 2, 67, 2; ἀπ' οὐρᾶς, 1, 77, 7. – Dah. κατ' οὐράν τινος ἕπεσϑαι im Rücken folgen, Xen. Cyr. 2, 3, 21; vgl. Ath. VII, 281 e; u. εἰς οὐρὰν ἐπανάγειν τὴν βάδισιν, rückwärts, Ael. H. A. 16, 33; τοὺς ἡμίσεις μὲν ἔμπροσϑεν, τοὺς ἡμίσεις δ' ἐπ' οὐρᾷ ἔχων, Xen. Hell. 4, 3, 4; ὁ κατ' οὐράν, der Hintermann, Cyr. 5, 3, 45.
-
3 ἐκ
ἐκ, before a vowel [full] ἐξ, alsoAἐξ τῳ ϝοίκῳ Inscr.Cypr. 135.5
H., in [dialect] Att. Inscrr. before ς ξ ζ ρ and less freq. λ ; ἐγ- in Inscrr. before β γ δ λ μ ν ; Cret. and [dialect] Boeot. [full] ἐς Leg.Gort.2.49, Corinn.Supp.2.67 ; ἐχ freq. in [dialect] Att. Inscrr. before χ φ θ (and in early Inscrr. before ς, IG12.304.20) ; also ἐ Ναυπάκτω ib.9(1).334.8 ([dialect] Locr.) ; (ἐτ is for ἐπὶ in ib 9(2).517.14 (Thess.)):—Prep. governing GEN. only (exc. in Cypr. and Arc., c. dat., Inscr.Cypr.135.5 H. ([place name] Idalium), (in form ἐς) IG5(2).6.49 (Tegea, iv B.C.)):—radical sense, from out of, freq. also simply, from.I OF PLACE, the most freq. usage, variously modified:1 of Motion, out of, forth from, , cf.Pl.Prt. 321c, etc. ;μάχης ἔκ Il.17.207
;ἂψ ἐκ δυσμενέων ἀνδρῶν 24.288
; ἐξ ὀχέων, ἐξ ἕδρης, 3.29, 19.77 ;φεύγειν ἐκ πολέμοιο 7.119
;ἐκ τῶν πολεμίων ἐλθεῖν X.Cyr.6.2.9
;ἐκ χειρῶν γέρας εἵλετο Il.9.344
, cf. S.Ph. 1287 (but ἐκ χειρὸς βάλλειν or παίειν to strike with a spear in the hand, opp. ἀντιτοξεύειν or ἀκοντίζειν, X.An.3.3.15, Cyr.4.3.16 ; ἐκ χειρὸς τὴν μάχην ποιεῖσθαι ib.6.2.16, cf. 6.3.24, etc.) ; ἐκ χρυσῶν φιαλῶν πίνειν ib.5.3.3 ;ἐξ ἀγορᾶς ὠνεῖσθαι Pl.Com.190
.2 ἐκ θυμοῦ φίλεον I loved her from my heart, with all my heart, Il.9.343 ;ἐκ τῆς ψυχῆς ἀσπάσασθαι X.Oec.10.4
;μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη A.Ag.48
(anap.) ;δακρυχέων ἐκ φρενός Id.Th. 919
(anap.) ;οὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις S.El. 344
; ἐξ εὐμενῶν στέρνων δέχεσθαι receive with kindly heart, Id.OC 486 ; ; ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων with chariot still upright, Id.El. 742 ;ἐξ ἀκινήτου ποδός Id.Tr. 875
;ἐξ ἑνὸς ποδός Id.Ph.91
.3 to denote change or succession, freq. with an antithetic repetition of the same word, δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ one evil comes from (or after) another, Il.19.290 ;ἐκ φόβου φόβον τρέφω S.Tr.28
; πόλιν ἐκ πόλεως ἀμείβειν, ἀλλάττειν, Pl. Sph. 224b, Plt. 289e ;λόγον ἐκ λόγου λέγειν D.18.313
;πόρους ἐκ πόρων ὑπισχνούμενοι Alciphr.1.8
;ἀπαλλάττειν τινὰ ἐκ γόων S.El. 291
;ἐκ κακῶν πεφευγέναι Id.Ant. 437
: hence, instead of,τυφλὸς ἐκ δεδορκότος Id.OT 454
;λευκὴν..ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα Id.Ant. 1093
; , cf. X. An.7.7.28, etc.4 to express separation or distinction from a number, ἐκ πολέων πίσυρες four out of many, Il.15.680 ;μοῦνος ἐξ ἁπάντων σωθῆναι Hdt.5.87
; εἶναι ἐκ τῶν δυναμένων to be one of the wealthy, Pl.Grg. 525e ; ἐμοὶ ἐκ πασέων Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν to me out of (i.e. above) all, Il. 18.431, cf. 432 ;ἐκ πάντων μάλιστα 4.96
, cf. S.Ant. 1137 (lyr.), etc. ; redundant,εἷς τῶν ἐκ τῶν φίλων σου LXX Jd.15.2
.5 of Position, outside of, beyond, chiefly in early writers, ἐκ βελέων out of shot, Il.14.130, etc. ; ἐκ καπνοῦ out of the smoke, Od.19.7 ; ἐκ πατρίδος banished from one's country, 15.272 ; ἐκ μεσου κατῆστο sate down apart from the company, Hdt.3.83 ; ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι out of its accustomed quarters, Id.2.142; ἐξ ὀφθαλμῶν out of sight, Id.5.24 ; ἐξ ὁδοῦ out of the road, S.OC 113.6 with Verbs of Rest, where previous motion is implied, on, in, δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθος..πῦρ lighted a fire from (i.e. on) his helmet, Il.5.4 ; ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο washed his body in the river ( with water from the river), Od.6.224 : freq. with Verbs signifying hang or fasten, σειρήν..ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες having hung a chain from heaven, Il.8.19 ; ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα he hung his lyre from (i.e. on) the peg, Od.8.67 ; ἀνάπτεσθαι ἔκ τινος fasten from i.e. upon) a thing, 12.51 ;μαχαίρας εἶχον ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων Il.18.598
; πρισθεὶς ἐξ ἀντύγων gripped to the chariot-rail, S.Aj. 1030, etc.; ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα leading it [ by a rein] upon her arm, Hdt.5.12 : with Verbs signifying hold, lead, ἐξ ἐκείνων ἔχειν τὰς ἐλπίδας to have their hopes dependent upon them, Th.1.84 ; ἐκ χειρὸς ἄγειν lead by the hand, Bion Fr.7.2 ; ἐκ ποδὸς ἕπεσθαι ib.6.2 ;ἐκ τῆς οὐρᾶς λαμβάνεσθαι Luc.Asin.23
: with the Art. indicating the place of origin, οἱ ἐκ τῶν νήσων κακοῦργοι the robbers of the islands, Th.1.8, cf. 2.5, 13 ; τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας those in the sea-fight, Pl. Ap. 32b ; τοὺς ἐκ τῶν σκηνῶν those in the tents, D.18.169 ;ἁρπασόμενοι τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν X.Cyr.7.2.5
;οἱ ἐκ τοῦ πεδίου ἔθεον Id.An. 4.6.25
: even with Verbs of sitting or standing, εἰσεῖδε στᾶσ' ἐξ Οὐλύμποιο from Olympus where she stood, Il.14.154 ; καθῆσθαι ἐκ πάγων to sit on the heights and look from them, S.Ant. 411 ;στὰς ἐξ ἐπάλξεων ἄκρων E.Ph. 1009
; ἐκ βυθοῦ at the bottom, Theoc.22.40 : phrases, ἐκ δεξιᾶς, ἐξ ἀριστερᾶς, on the right, left, X.Cyr.8.3.10, etc.; οἱ ἐξ ἐναντίας, οἱ ἐκ πλαγίοὐ ib.7.1.20 ; ἐκ θαλάσσης, opp. ἐκ τῆς μεσογείας, D.18.301.7 νικᾶν ἔκ τινος win a victory over.., Apoc.15.2.II OF TIME, elliptic with Pron. relat. and demonstr., ἐξ οὗ [ χρόνου] since, Il.1.6, Od.2.27, etc.; in apod., ἐκ τοῦ from that time, Il.8.296 ;ἐκ τούτου X.An.5.8.15
, etc. (but ἐκ τοῖο thereafter, Il.1.493, and ἐκ τούτων or ἐκ τῶνδε usu. after this, X.Mem.2.9.4, S.OT 235) ;ἐξ ἐκείνου Th.2.15
; ἐκ πολλοῦ (sc. χρόνου) for a long time, Id.1.68, etc.;ἐκ πλέονος χρόνου Id.8.45
; ἐκ πλείστου ib.68 ; ἐξ ὀλίγου at short notice, Id.2.11 (but also a short time since, Plu.Caes.28) ;ἐκ παλαιοῦ X.Mem.3.5.8
;ἐκ παλαιτάτου Th.1.18
.2 of particular points of time,ἐκ νεότητος..ἐς γῆρας Il.14.86
;ἐκ γενετῆς 24.535
; ἐκ νέου, ἐκ παιδός, from boyhood, Pl.Grg. 510d, R. 374c, etc.;ἐκ μικροῦ παιδαρίου D.53.19
; , etc.; καύματος ἔξ after hot weather, Il.5.865; νέφος ἔρχεται οὐρανὸν εἴσω αἰθέρος ἐκ δίης after clear weather, 16.365 ;ἐκ δὲ αἰθρίης καὶ νηνεμίης συνδραμεῖν ἐξαπίνης νέφεα Hdt.1.87
; so (like ἀπό II) ἐκ τῆς θυσίης γενέσθαι to have just finished sacrifice, ib.50, etc.; ἐκ τοῦ ἀρίστου after breakfast, X.An.4.6.21 ; ἐξ εἰρήνης πολεμεῖν to go to war after peace, Th. 1.120 ;γελάσαι ἐκ τῶν ἔμπροσθεν δακρύων X.Cyr.1.4.28
; ;τὴν θάλασσαν ἐκ Διονυσίων πλόϊμον εἶναι Thphr.Char.3.3
; ἐκ χειμῶνος at the end of winter, Plu. Nic.20.3 at, in,ἐκ νυκτῶν Od.12.286
;ἐκ νυκτός X.Cyr.1.4.2
, etc.; ;ἐκ μέσω ἄματος Theoc.10.5
; ἐκ τοῦ λοιποῦ or ἐκ τῶν λοιπῶν for the future, X.Smp.4.56, Pl.Lg. 709e.III OF ORIGIN,1 of Material, out of or of which things are made,γίγνεταί τι ἔκ τινος Parm.8.12
;ποιέεσθαι ἐκ ξύλων τὰ πλοῖα Hdt.1.194
;πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ A.Supp. 953
;εἶναι ἐξ ἀδάμαντος Pl.R. 616c
;ἐκ λευκῶ ἐλέφαντος αἰετοί Theoc.15.123
;στράτευμα ἀλκιμώτατον ἂν γένοιτο ἐκ παιδικῶν X.Smp.8.32
; συνετάττετο ἐκ τῶν ἔτι προσιόντων formed line of battle from the troops as they marched up, Id.An.1.8.14.2 of Parentage, ἔκ τινος εἶναι, γενέσθαι, etc., Il. 20.106,6.206, etc.; ἐκ γὰρ ἐμεῦ γένος ἐσσί (where γένος is acc. abs.) 5.896 ;σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης 19.111
;ὦ παῖ πατρὸς ἐξ Ἀχιλλέως S.Ph. 260
;πίρωμις ἐκ πιρώμιος Hdt.2.143
;ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν Pl.Phdr. 246a
;τὸν ἐξ ἐμῆς μητρός S.Ant. 466
, etc.3 of Place of Origin or Birth,ἐκ Σιδῶνος..εὔχομαι εἶναι Od.15.425
, cf. Th.1.25, etc.;ἐκ τῶν ἄνω εἰμί Ev.Jo.8.23
; ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλή the Areopagus, Arist.Ath.4.4, etc. ;οἱ ἐκ τῆς διατριβῆς ταύτης Aeschin.1.54
; οἱ ἐκ τοῦ Περιπάτου the Peripatetics, Luc.Pisc.43 ; ὁ ἐξ Ἀκαδημείας the Academic, Ath.1.34b ;οἱ ἐκ πίστεως Ep.Gal.3.7
;οἱ ἐξ ἐριθείας Ep.Rom.2.8
.4 of the Author or Occasion of a thing, ὄναρ, τιμὴ ἐκ Διός ἐστιν, Il.1.63,2.197, cf. Od.1.33, A.Pers. 707, etc.; θάνατος ἐκ μνηστήρων death by the hand of the suitors, Od.16.447 ; τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα walls built by them, Hdt.2.148 ; κίνημα ἐξ αὑτοῦ spontaneous motion, Plot.6.1.21 ;ὕμνος ἐξ Ἐρινύων A.Eu. 331
(lyr.) ;ἡ ἐξ ἐμοῦ δυσβουλία S.Ant.95
;ὁ ἐξ ἐμοῦ πόθος Id.Tr. 631
.5 with the agent after [voice] Pass. Verbs, by, Poet. and early Prose, ἐφίληθεν ἐκ Διός they were beloved of (i.e.by) Zeus, Il.2.669 ; κήδε' ἐφῆπται ἐκ Διός ib. 70;προδεδόσθαι ἐκ Πρηξάσπεος Hdt.3.62
;τὰ λεχθέντα ἐξ Ἀλεξάνδρου Id.7.175
, cf. S.El. 124 (lyr.), Ant.93, Th.3.69, Pl.Ti. 47b;ἐξ ἁπάντων ἀμφισβητήσεται Id.Tht. 171b
;ὁμολογουμένους ἐκ πάντων X.An.2.6.1
; , cf. Pl.Ly. 204c : with neut. Verbs,ἐκ..πατρὸς κακὰ πείσομαι Od.2.134
, cf. A.Pr. 759 ;τλῆναί τι ἔκ τινος Il.5.384
;θνήσκειν ἔκ τινος S.El. 579
, OT 854, etc.;τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων Hdt.1.1
.6 of Cause, Instrument, or Means by which a thing is done, ἐκ πατέρων φιλότητος in consequence of our fathers' friendship, Od.15.197 ;μήνιος ἐξ ὀλοῆς 3.135
;ἐξ ἔριδος Il. 7.111
;τελευτῆσαι ἐκ τοῦ τρώματος Hdt.3.29
; ἐκ τίνος λόγου; E. Andr. 548 ; ἐκ τοῦ; wherefore? Id.Hel.93 ;λέξον ἐκ τίνος ἐπλήγης X. An.5.8.4
; ποιεῖτε ὑμῖν φίλους ἐκ τοῦ Μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας make yourselves friends of (i.e. by means of).., Ev.Luc.16.9 ;ζῆν ἔκ τινος X. HG3.2.11
codd.;ἐκ τῶν ἰδίων τρέφειν ἐμαυτόν Isoc.15.152
; (lyr.).7 in accordance with, ἐκ τῶνλογίων Hdt.1.64
;ὁ ἐκ τῶν νόμων χρόνος D.24.28
;ἐκ κελεύματος A. Pers. 397
, cf. Sophr.25 ;ἐκ τῶν ξυγκειμένων Th.5.25
; ἐκ τῶν παρόντων ib.40, etc.;ἐκ τῶν ἔργων κρινόμενοι X.Cyr.2.2.21
, cf. A.Pr. 485.8 freq. as periphr. for Adv.,ἐκ προνοίας IG12.115.11
; ἐκ βίας by force, S.Ph. 563 ; ;ἐκ παντὸς τρόπου ζητεῖν Pl.R. 499a
: esp. with neut. Adjs., ἐξ ἀγχιμόλοιο, = ἀγχίμολον, Il.24.352 ;ἐκ τοῦ ἐμφανέος Hdt.3.150
; ἐκ τοῦ φανεροῦ, ἐκ τοῦ προφανοῦς, Th.4.106, 6.73 ;ἐκ προδήλου S.El. 1429
; ἐξ ἴσου, ἐκ τοῦ ἴσου, Id.Tr. 485, Th.2.3 ;ἐξ ἀέλπτου Hdt.1.111
, etc.: with fem. Adj.,ἐκ τῆς ἰθέης Id.3.127
;ἐκ νέης Id.5.116
;ἐξ ὑστέρης Id.6.85
;ἐκ τῆς ἀντίης Id.8.6
;ἐκ καινῆς Th.3.92
;ἐξ ἑκουσίας S.Tr. 727
; ἐκ ταχείας ib. 395.9 of Number or Measurement, with numerals, ἐκ τρίτων in the third place, E.Or. 1178, Pl.Grg. 500a, Smp. 213b ; distributively, apiece, Ath.15.671b.b of Price,ἐξ ὀκτὼ ὀβολῶν SIG2587.206
; ἐκ τριῶν δραχμῶν ib.283 ;συμφωνήσας ἐκ δηναρίου Ev.Matt.20.2
.c of Weight,ἐπιπέμματα ἐξ ἡμιχοινικίου Inscr.Prien.362
(iv B.C.).d of Space, θινώδης ὢν ὁ τόπος ἐξ εἴκοσι σταδίων by the space of twenty stades, Str.8.3.19.B ἐκ is freq. separated from its CASE, Il.11.109, etc.—It takes an accent in anastrophe, 14.472, Od.17.518.—[dialect] Ep. use it with Advbs. in -θεν, ἐξ οὐρανόθεν, ἐξ ἁλόθεν, ἐξ Αἰσύμηθεν, Il.17.548, 21.335, 8.304 ; ;ἐκ πρῴρηθεν Theoc.22.11
.—It is combined with other Preps. to make the sense more definite, as διέκ, παρέκ, ὑπέκ.2 to express completion, like our utterly, ἐκπέρθω, ἐξαλαπάζω, ἐκβαρβαρόω, ἐκδιδάσκω, ἐκδιψάω, ἐκδωριεύομαι, ἐξοπλίζω, ἐξομματόω, ἔκλευκος, ἔκπικρος.D As ADVERB, therefrom, Il.18.480. -
4 μύουρος
A tapering (lit. mousetailed), of a non-carnivorous fish's στόμα (snout), Arist.PA 662a32, 697a1; of theαἱμόρροος 11
, , cf. 225;ἐξ εὐρείας τῆς κεφαλῆς μείουρος κάτεισιν ἔστε ἐπὶ τὴν οὐράν Ael.NA15.13
· εἰς (ἐπὶ) μείουρον ἄγεσθαι taper towards the tail, Philum.Ven.21.1, 27.1; ἐν τῷ μειούρῳ τῆς οὐρᾶς the tapering part of a horse's tail, Hippiatr.55; τὸ μείουρον (sc. τοῦ σπέρματος)πρὸς τὴν γῆν ἄγοντας Gp.10.57.8
, cf. 10.63.4;κάμαξ μύουρος Apollod.Poliorc.172.9
(v.l. μεί-), 182.6, cf. Ph.Bel.51.8 (μύ-), 83.20 ([etym.] μεί-); πύργον.. ἐς μύουρον ἀνιόντα Paus.10.16.1
;αἱ πρὸς ὄμμα τε καὶ ὀρθογώνιοι στοαὶ πόρρωθεν μείουροι φαίνονται Hero
*Deff.135.9 (v.l. μύ-) ; μετρεῖ τὰ μείουρα ὡς κώνους κολούρους, i.e. roughly, ib.8; σφὴν μείουρος Id.*Stereom.1.28; λίθος μείουρος ib.2.17 (v.l. μύ-), 59; ξύλον μύουρον Id.*Mens.8 (as Subst. μείουρος, ὁ, tapering prism, Id.*Deff.133.2, *Geom.3.24);ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἄκρον μείουροι Diocl.Fr.27
; μείουρος σχηματισμὸς [τῶν δακτύλων], i.e. with the tips pressed together, Sor.2.60;μύουρον σχῆμα Str.2.5.6
, Apollod.Poliorc.181.3; μερίς, τμῆμα, γραμμή, Str.11.11.7. Adv.,συνηγμένων μειούρως τῶν δακτύλων Paul.Aeg.6.74
.2 στίχοι μείουροι 'tapering' hexameters, in which the first syllable of one of the last two feet is short instead of long, Ath. 14.632e, cf. Sch.Heph.p.290 C., Eust.900.7.3 of the pulse, dying away gradually, Gal.8.480,524, 9.314. Adv. - ρως ibid.4 of an epic poem with only a single μῦθος, ὥστε.. βραχέως δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι it seems too short, Arist.Po. 1462b6; of periods, Id.Rh. 1409b18. (In this group of words codd. freq. vary between μυ- and μει-; both μυουρία and μειουρία are recognized by Eust. l. c.: μυ- prob. became μει- by phonetic change, cf. ἐρρηγεῖα, κώδεια, etc.: μῠ- Nic. Th. 225, D.P.l.c., but μῡ- Nic. Th. 287.)------------------------------------μύουρος (B), ἡ, a plant,II = σάμψυχον, Ps.-Dsc.3.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύουρος
См. также в других словарях:
σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… … Dictionary of Greek
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από … Dictionary of Greek
ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… … Dictionary of Greek
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… … Dictionary of Greek
δεινόσαυροι — Ερπετά που έζησαν αποκλειστικά στον μεσοζωικό αιώνα και έχουν εκλείψει. Διέφεραν μεταξύ τους στη μορφή, όχι μόνο ως προς τις διαστάσεις (το μήκος τους μπορούσε να φτάσει από μερικά εκατοστά έως 30 μ.) και τον τρόπο ζωής, αλλά και στους χαρακτήρες … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
παγόνι — (ταώς ο λοφιοφόρος pavo cristatus). Ορνιθοειδές της οικογένειας των φασιανιδών. Το αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,25 μ. εκτός από τα φτερά της ουράς, που έχουν περίπου άλλο τόσο μήκος· το θηλυκό έχει κατά κανόνα μήκος ένα μέτρο. Ενώ τα… … Dictionary of Greek
κροταλίας — Κοινή ονομασία διαφόρων ιοβόλων φιδιών που υπάγονται στα γένη Crotalus και Sistrurus της οικογένειας viperidae της τάξης των λεπιδωτών. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι τα φίδια αυτά κροταλίζουν (κάνουν κρότο) με 5 6 κερατοειδείς δακτυλίους… … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek